- ἀοιδομάχος
- ἀοιδο-μάχος [pron. full] [ᾰ], ον,A fighting with verses,
λογολέσχαι AP11.140
(Lucill.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λογολέσχαι AP11.140
(Lucill.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αοιδομάχος — ἀοιδομάχος, ο (Α) (για γραμματικούς) αυτός που ασκεί πολεμική, σχολαστική κριτική σε λέξεις και στίχους ποιητών … Dictionary of Greek
ἀοιδομάχοις — ἀοιδομάχος fighting with verses masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek